Header Ads

Διατροφικές συνήθειες των Ελλήνων από την αρχαιότητα έως σήμερα

Διατροφικές συνήθειες των Ελλήνων από την αρχαιότητα έως σήμερα - από «Τα φαγητά της γιαγιάς»

ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΕΣ ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ

Αν ψάξει κανείς σε διάφορες πηγές, θα ανακαλύψει κείμενα που μας διαφωτίζουν σχετικά με τη διατροφή των Ελλήνων στο πέρασμα των αιώνων.

Παρακάτω υπάρχουν αναφορές για τις διατροφικές συνήθειες του λαού μας από τα Ομηρικά κιόλας χρόνια. Περιγράφονται φαγητά και συνταγές από την αρχαία εποχή, διαιτητικές συνήθειες των Βυζαντινών αλλά και των παππούδων μας πριν την εισβολή του σύγχρονου τρόπου διατροφής. Η αρχαία ελληνική κουζίνα αποτελεί τα τελευταία χρόνια αντικείμενο μελέτης. Τα γραπτά κείμενα της εποχής της αρχαιότητας περιγράφουν με εντυπωσιακές λεπτομέρειες τις διατροφικές συνήθειες των προγόνων μας στη νησιωτική και ηπειρωτική Ελλάδα. Τα είδη και σχήματα των δοχείων, σκευών και μαγειρικών εργαλείων που έρχονται στο φως από τις αρχαιολογικές ανασκαφές, μαρτυρούν μια ιδιαίτερα προηγμένη και υγιεινή κουζίνα.

Διατροφικές συνήθειες των Ελλήνων από την αρχαιότητα έως σήμερα - από «Τα φαγητά της γιαγιάς»Από την Οδύσσεια συλλέγουμε στοιχεία για τις γαστρονομικές προτιμήσεις των Ελλήνων της εποχής του 8 πΧ αιώνα. Όσο και αν μας φανεί περίεργο οι Έλληνες της Ομηρικής Εποχής στήριζαν την διατροφή τους κυρίως στο κρέας: ωμά εντόσθια, κοπαδίσια αρνιά, κατσίκια, δαμάλια, μοσχάρια κυρίως μηρούς, γίδες όλο πάχος, ενώ από τα βόδια προτιμούσαν τα παχιά ψημένα πάκια. Τα κρέατα τα έτρωγαν ψητά στη θράκα. Ψωμιά έφτιαχναν από σιτάρι και κριθάρι και μάλιστα συνήθιζαν να έχουν ποικιλία ψωμιών τα οποία ήταν σαν τις σημερινές πίτες. Καλλιεργούσαν επίσης βίκο, τριφύλλι και κάπαρη. Είχαν ανεπτυγμένη τυροκομία, έπιναν γάλα, έφτιαχναν τυρόγαλο και τυριά. Το κρασί ήταν απαραίτητο συνοδευτικό των γευμάτων.

Στην Οδύσσεια γίνεται αναφορά για: ξανθό κρασί, μαύρο κρασί, κόκκινο νεχτάρι και μαύρο γλυκόπιοτο κρασί. Το κρασί τους το έπιναν νερωμένο και πριν το βάλουν στο στόμα έσταζαν μερικές σταγόνες στο δάπεδο προσφορά στους θεούς. Υπήρχε βέβαια και το ελαιόλαδο, αλλά τότε είχε κυρίως άλλη χρήση... άλειφαν με αυτό τα κορμιά τους μετά το μπάνιο! Δεν περιφρονούσαν φυσικά και τα φρούτα.

Γνωρίζουμε σήμερα ότι οι αρχαίοι μας πρόγονοι, ειδικότερα οι Μακεδόνες και οι Θεσσαλοί ... έτρωγαν καλά! Οι Μυκηναίοι, από τον 15ο και 14ο αιώνα π.Χ., είχαν ως βασική τροφή τα δημητριακά και χρησιμοποιούσαν τις λέξεις "σίτος" και "κριθή". Επίσης, έτρωγαν πολλά σύκα, μέλι και τυριά. Οι αρχαίοι Έλληνες ήταν οι πρώτοι που κατέγραψαν τρόπους παρασκευής φαγητών, από τον 5ο αιώνα π.Χ. Από τα κείμενα που έχουν διασωθεί ως τις μέρες μας, γνωρίζουμε ότι οι αρχαίοι μας δημιούργησαν το πρώτο γαστρονομικό αρχείο του κόσμου.
Και, μάλιστα, είχαν ακόμα και γλυκόξινες γεύσεις, τις οποίες αγνοούσαμε μέχρι που μας ήρθαν από την ...Κίνα!

Μπορεί οι αρχαίοι να μην ήξεραν το ρύζι, τη ζάχαρη, το καλαμπόκι, την πατάτα, τη ντομάτα και το λεμόνι, αλλά χρησιμοποιούσαν μια μεγάλη ποικιλία από καρυκεύματα για το κυνήγι, πολλά κρεμμύδια, αγουρέλαιο αρωματισμένο με μέντα ή θυμάρι, έφτιαχναν γλυκίσματα από ψιλοκοσκινισμένο αλεύρι και μελωμένο κρασί!

O Αριστοφάνης στην Ειρήνη μας δίνει ένα πολύ όμορφο κείμενο που περιγράφει ένα ζεστό, σπιτικό γεύμα.
Ο Θεόφραστος αναφέρει 5 ποικιλίες ραπανιών, διευκρινίζοντας ότι εκείνο της Βοιωτίας ήταν το πιο γλυκό. Ξέρουμε ότι οι αρχαίοι έτρωγαν τα ραπανάκια μαζί με το ψωμί για πρωινό! Από τον Πλάτωνα, τον Ησίοδο, τον Πλούταρχο και άλλους συγγραφείς, έχουμε αρκετές περιγραφές για τα δείπνα των αρχαίων.

Ο Πλούταρχος στον Λυκούργο, μας αναφέρει τα περίφημα σπαρτιατικά συσσίτια:

Τα συσσίτια των Σπαρτιατών αποτελούνταν από το μέλανα ζωμό (που δεν ξέρουμε από τι ακριβώς τον έφτιαχναν), βραστό χοιρινό, κρασί, πίτα γλυκιά και ψωμί από βρώμη.

Η αρχαία ελληνική διατροφή, αποτελεί σήμερα τη βάση πάνω στην οποία "οργανώνεται" κάθε υγιεινή δίαιτα στις περισσότερες περιοχές του κόσμου.
Πόσοι, όμως, το γνωρίζουν αυτό;

Στα Βυζαντινά χρόνια

Oι γραπτές πηγές δίνουν πολλές πληροφορίες για τη διατροφή των Βυζαντινών. Βασική επιδίωξη ήταν η αυτάρκεια του νοικοκυριού και γι' αυτό κάθε οικογένεια καλλιεργούσε τα βασικά λαχανικά και εξέθρεφε κάποια ζώα (κυρίως πουλερικά). Βέβαια αυτό ήταν δύσκολο να ισχύει στις μεγάλες πόλεις και ιδιαίτερα στην Κωνσταντινούπολη, που την περίοδο της ακμής της έφτανε τους 500.000 κατοίκους. Για αυτές τις περιπτώσεις επενέβαινε η κρατική μέριμνα, κυρίως μέσω του έπαρχου της πόλης.

Τα κύρια γεύματα των Βυζαντινών ήταν το πρόγ(ε)υμα ή πρόφαγον, το άριστον ή μεσημβρινόν (γεύμα), καθώς και ο δείπνος. Έτρωγαν χρησιμοποιώντας κυρίως τα χέρια, αφού το πηρούνι ήταν άγνωστο μέχρι το 10ο αιώνα και η χρήση του σπάνια στους επόμενους αιώνες.
Χρησιμοποιούσαν επίσης κοχλιάρια ή κουτάλια και μαχαίρια. Πριν και μετά το φαγητό έπλεναν τα χέρια τους, χρησιμοποιώντας το χέρνιβ(ι)ον (πήλινο ή μεταλλικό αγγείο).

Στο φούρνο

Τα κυριότερα είδη διατροφής ήταν το ψωμί, το λάδι, οι ελιές και το τυρί.
Η ποιότητα του ψωμιού παρουσίαζε ποικιλία και ήταν ανάλογη με τις οικονομικές δυνατότητες του καταναλωτή. Έτσι καλύτερος και ακριβότερος άρτος ήταν ο καθαρός άρτος ή ο σεμίδαλις. Φτιαγμένος από καθαρό ψιλοκοσκινισμένο σιτάρι ή από σιμιγδάλι, τον απολάμβαναν οι πλουσιότερες ομάδες του πληθυσμού. Οι υπόλοιποι αρκούνταν σε έναν υποδεέστερο τύπο ψωμιού, το μεσοκάθαρον ή της μέσης ή ακόμη και στους ρυπαρούς ή κυβαρούς άρτους, ζυμωμένους από άλλα, χαμηλής ποιότητας δημητριακά, και συνυφασμένους με τη φτώχεια. Ένδειξη απόλυτης φτώχειας ήταν η κατανάλωση ψωμιού από πίτουρα (πιτεράτον). Αντίστοιχες διακυμάνσεις στην ποιότητα υπάρχουν και στα είδη τυριού, το αγαπημένο προσφάγι(ο)ν των Βυζαντινών. Εκλεκτά τυριά θεωρούνταν το βλάχικο και το κρητικό. Γνωστά επίσης ήταν το ανθότυρο (απότυρον) και η μυζήθρα, ενώ το κακής ποιότητας τυρί το ονόμαζαν ασβεοτότυρον.

Όταν η υγιεινή διατροφή ήταν αναγκαστική

Η φθηνότερη και πιο διαδεδομένη τροφή για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ήταν τα λαχανικά και τα όσπρια. Με δεδομένες δε τις μεγάλες περιόδους νηστείας που προβλέπει η Εκκλησία, και τις οποίες φαίνεται ότι τηρούσαν με αρκετή ευλάβεια οι Βυζαντινοί, οι τροφές αυτές καταναλώνονταν για μακρύ χρονικό διάστημα από το σύνολο του πληθυσμού. Δεν είναι πάντα εύκολο να ταυτίσουμε τα διάφορα είδη λαχανικών που αναφέρουν οι πηγές.

Μεγάλη κατανάλωση είχαν τα λάχανα, τα πράσα, τα κρεμμύδια, τα τεύτλα, τα μαρούλια, τα ραδίκια, το καρότο, ο αρακάς, η ρόκα. Άγνωστες φυσικά ήταν οι πατάτες και οι ντομάτες, που έφτασαν στην Ευρώπη πολύ αργότερα. Από τα όσπρια συναντάμε τα φασόλια, τις φακές, τα ρεβίθια, τα κουκιά, τα λούπινα.

Και το απαραίτητο ιώδιο από τη θάλασσα

Τη διατροφή των Βυζαντινών συμπλήρωναν, κυρίως στις παραθαλάσσιες και παραποτάμιες περιοχές, τα ψάρια και τα θαλασσινά. Βέβαια, στις μεγάλες πόλεις και γενικότερα όπου δεν υπήρχε άμεση δυνατότητα αλιείας, τα μεγάλα και ακριβά ψάρια (κεφάλα, συναγρίδες, μπαρμπούνια, λαβράκια, λυθρίνια, καλκάνια) ήταν προνόμιο των λίγων, ενώ οι υπόλοιποι περιορίζονταν στα μικρά ψάρια (σαρδέλες, παλαμίδες, σκουμπριά, τσίρους) και κυρίως στα παστά.

Tο κρέας, είδος πολυτελείας

Η ίδια διάκριση ισχύει και για την κατανάλωση του κρέατος. Τα ζώα της οικογένειας εκτρέφονταν κυρίως για τα γαλακτοκομικά προϊόντα και τα αυγά. Η κατανάλωση κρέατος, ακόμη και του παστού, ήταν μια σπάνια πολυτέλεια για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Αντίθετα, στα τραπέζια των πλουσίων έβρισκαν συχνότερα τη θέση τους αρνιά, κατσίκια, κότες, πουλερικά, καθώς και κυνήγια. Σε ιδιαίτερη εκτίμηση είχαν τα χοιρινά κρέατα. Τα εντόσθια θεωρούνταν υποδεέστερη τροφή, κατασκεύαζαν όμως με αυτά φαγητά που θυμίζουν το σημερινό κοκορέτσι (πλεκτήν) και τη γαρδούμπα (γαρδούμιον).

Κι όμως έτρωγαν και επιδόρπιο

Βασικό συμπλήρωμα της διατροφής ήταν τα φρούτα (μήλα, αχλάδια, σύκα ξερά και φρέσκα, κεράσια, σταφύλια, πεπόνια κ.ά.), καθώς και οι ξηροί καρποί (καρύδια, αμύγδαλα, φουντούκια). Τέλος, ως επιδόρπια (επίδειπνα ή δούλκια) είχαν διάφορα γλυκίσματα. Κύριο γλυκαντικό μέσο ήταν το μέλι. Γνωστά γλυκίσματα της εποχής είναι ο σησαμούς (παστέλι), η μουστόπιτα (μουσταλευριά), το κυδωνάτον (κυδωνόπαστο), διάφορα γλυκά κουταλιού, καθώς και είδος τηγανίτας (το λάγανον ή λαλλάγγι). Ένα γλύκισμα (κοπτοπλακούς) με φύλλα ζύμης, αμύγδαλα, καρύδια και μέλι μοιάζει να είναι ο πρόγονος του μπακλαβά.

Γάρος, μια σάλτσα με πολλές παραλλαγές

Κύρια μέσα παρασκευής των φαγητών ήταν το ελαιόλαδο και τα ζωικά λίπη. Χρησιμοποιούσαν δε όλους τους γνωστούς σήμερα τρόπους μαγειρικής (ψήσιμο, βράσιμο, τηγάνισμα, αλεσμένα με μορφή πουρέ κ.λπ.). Για να προσδώσουν γεύση στο φαγητό πρόσθεταν διάφορα αρτύματα (ηδύσματα), όπως σάλτσες (που σερβίρονταν και σε ειδικά σκεύη, τα σαλτσάρια), αρωματικά φυτά (άνηθο, μάραθο, δενδρολίβανο, ρίγανη, κάπαρη) ακόμη και μπαχαρικά. Η πιο διαδεδομένη σάλτσα που χρησιμοποιούσαν στη βυζαντινή κουζίνα ήταν το γάρον ή ο γάρος.

Γνωστό από την αρχαιότητα, το γάρον φτιαχνόταν από εντόσθια ψαριών και μικρά ψάρια, τα οποία αφού αλάτιζαν και πιθανώς ανακάτευαν με κρασί, τα άφηναν στον ήλιο για δύο έως τρεις μήνες ή τα έβραζαν για αρκετές ώρες. Το υγρό αυτό χρησιμοποιούσαν σε διάφορες παραλλαγές (ανακατεμένο με νερό, κρασί, λάδι ή ξύδι) για να αρτύσουν όλων των ειδών τα φαγητά, λαχανικά, κρέατα, ψάρια. Τα μπαχαρικά (πιπέρι, κανέλλα, γαρύφαλλο, κάρδαμο) εισάγονταν από την Ανατολή και φυσικά η τιμή τους ήταν απαγορευτική για το συνηθισμένο βυζαντινό τραπέζι.

Αν και πολλά από τα βυζαντινά φαγητά μοιάζουν να είναι πολύ κοντά στις νεοελληνικές γευστικές συνήθειες, όπως τα σκορδάτα και τα κρασάτα κρέατα, ορισμένοι συνδυασμοί γεύσεων της βυζαντινής μαγειρικής σήμερα θα φαίνονταν τουλάχιστον περίεργοι. Είναι γνωστή η συνταγή του κατσικιού που γεμιστό με σκόρδα, πράσα και κρεμμύδια και περιχυμένο με γάρον, έστειλε ως εκλεκτό δώρο ο Νικηφόρος Φωκάς στον Λιουτπράνδο της Κρεμόνας και το οποίο δεν εκτίμησε καθόλου ο πικρόχολος αυτός άνθρωπος από την «καθυστερημένη» Δύση.

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗ

Η Ελληνική παραδοσιακή κουζίνα , μία από τις σημαντικότερες της Μεσογείου λόγω της αφθονίας των πρώτων υλών της , θα έπρεπε να καλύπτει το 80% του ετήσιου διαιτολογίου της οικογένειας μας. Όσπρια, λαδερά, πίτες, σούπες, μεζέδες, σπιτικά γλυκά και τόσα άλλα που δυστυχώς χρόνο με τον χρόνο εξαφανίζονται από την ζωή μας με αποτέλεσμα μυρωδιές και τεχνικές από όλη την Ελλάδα να ξεθωριάζουν και να χάνονται. Η κουζίνα και η γαστρονομική παράδοση αποτελούν βασικό συστατικό της πολιτιστικής ταυτότητας των λαών και μέσο επικοινωνίας των ανθρώπων.

Αυτό που κάνει την ελληνική παραδοσιακή κουζίνα να ξεχωρίζει από τις άλλες είναι ο συνδυασμός των εξής παραγόντων: τα μοναδικά συστατικά , η ελληνική φιλοσοφία πάνω στα διατροφικά θέματα και στην ιδέα του, να μοιράζεται κανείς τα γεύματα με άλλους, καθώς και η ίδια η χώρα και η όλη ατμόσφαιρα. Οι παραδοσιακές ελληνικές συνταγές αξιοποιούν την πληθώρα των τοπικών προϊόντων και συνθέτουν μία κουζίνα μεσογειακή, υγιεινή και γευστική.

Η ελληνική κουζίνα έχει 4 μυστικά: 1. Τα καλά και φρέσκα συστατικά, 2. την σωστή χρήση των μυρωδικών και μπαχαρικών, 3. το διάσημο ελληνικό ελαιόλαδο, 4. την απλότητά της.

Η διατροφή μας πρέπει να είναι πλούσια σε ψάρι, λαχανικά, φρούτα, όσπρια, ξηρούς καρπούς, ελαιόλαδο, πουλερικά χαμηλή σε κόκκινο κρέας.

Ερευνητές ανά τον κόσμο υποστηρίζουν ότι η χρήση και ο συνδυασμός αυτών των υλικών στην καθημερινή μας διατροφή προστατεύουν τον ανθρώπινο οργανισμό από καρδιολογικές και άλλες παθήσεις!

Η διατροφή είναι βασική προϋπόθεση για τη διατήρηση της σωματικής και κατά συνέπεια της ψυχικής υγείας. Η σωματική υγεία έχει απόλυτη εξάρτηση από τη διατροφή καθώς δεν εξασφαλίζεται μοναχά από την ιατρική τεχνολογία αλλά κατά ένα μεγάλο μέρος από την πρόληψη.

Καθημερινά παρατηρούμε ότι οι συνήθειές μας αλλάζουν εις βάρος της υγείας μας καθώς ο σύγχρονος άνθρωπος απομακρύνεται από την παραδοσιακή διατροφή και παραδίνεται στους γρήγορους ρυθμούς της ζωής με το γρήγορο έτοιμο φαγητό και τα βιομηχανοποιημένα προϊόντα. Συνέπεια είναι ότι μια σειρά από ασθένειες αλλά και η παχυσαρκία ταλαιπωρούν το δυτικό κόσμο.
Οι επιστήμονες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι πρέπει να επιστρέψουμε στην παραδοσιακή ελληνική διατροφή η οποία αποδεικνύεται ασπίδα της υγείας.

Κύριο χαρακτηριστικό της ελληνικής παραδοσιακής διατροφής είναι η ποικιλία των φαγητών όπου κυριαρχούν τα όσπρια, τα άγρια χόρτα, το ψωμί, τα φρέσκα φρούτα , τα λαχανικά , τα ψάρια και κυρίως το ελαιόλαδο. Το κόκκινο κρέας και τα τυροκομικά συνιστώνται σε μικρές ποσότητες.

Ο τρόπος παρασκευής φαγητών και γλυκισμάτων στους διάφορους τόπους της Ελλάδας, επαναλαμβανόμενος ανά τους αιώνες από τόπο σε τόπο, από νοικοκυριό σε νοικοκυριό και από εστιατόριο σε εστιατόριο, συντέλεσε ώστε να δημιουργηθεί η Παραδοσιακή Ελληνική Κουζίνα.

Σ΄ αυτό το γενικό μοντέλο της Ελληνικής Παραδοσιακής Κουζίνας οι κάτοικοι της ελληνικής επαρχίας έβαλαν τις δικές τους ιδιαίτερες γεύσεις και με βάση τις τοπικές συνήθειες αλλά και τα τοπικά προϊόντα δημιούργησαν τις Τοπικές Παραδοσιακές Κουζίνες. Βέβαια η ελληνική κουζίνα επηρεάστηκε κι από άλλες κυρίως από την τουρκική και την ενετική (στα νησιά του Ιονίου) όπως συμπεραίνουμε από διάφορα φαγητά.

Χαρακτηριστικό του ελληνικού τραπεζιού είναι η ποικιλία των πιάτων από τα οποία κανένα δε μονοπωλεί τη γεύση. Αυτοί είναι οι μεζέδες. Το φαγητό στο ελληνικό τραπέζι συνοδεύεται από ψωμί που παραδοσιακά είναι ζυμωτό. Σε αρκετά ελληνικά χωριά ακόμα και σήμερα ζυμώνουν χωριάτικο ψωμί με προζύμι και το ψήνουν σε χτιστούς φούρνους τους οποίους ανάβουν με ξύλα.

Δεν ξεχνάμε και τα γλυκά. Το πιο γνωστό γλυκό που προσφέρεται στα χωριά και στις πόλεις είναι το πατροπαράδοτο γλυκό του κουταλιού, δηλαδή φρούτα της κάθε εποχής διατηρημένα σε ζάχαρη. Παραδοσιακά είναι επίσης τα σιροπιαστά γλυκίσματα με βάση τους ξηρούς καρπούς, το σπιτικό φύλλο και το μέλι που δίνει στα γλυκά αυτά ιδιαίτερη γεύση αλλά και υψηλή διατροφική αξία.

Ιδιαίτερη θέση στο ελληνικό τραπέζι είχε από την αρχαιότητα και συνεχίζει να έχει το κρασί.

Το φαγητό συνοδεύει στην ελληνική κοινωνία πολλές δραστηριότητες και καταστάσεις. Συχνά σερβίρονται ειδικά φαγητά στις γιορτές, στους γάμους ή σε συγκεκριμένες κοινωνικές εκδηλώσεις. Υπάρχουν ιδιαίτερες παραδοσιακές συνταγές σε πολλές περιοχές της Ελλάδας οι οποίες παραδίνονται αναλλοίωτες από γενιά σε γενιά για να γεμίσουν το τραπέζι της χαράς ή της λύπης αντίστοιχα. Αυτές τις συνταγές τις γνωρίζουν και τις μεταδίδουν κυρίως οι γυναίκες της ελληνικής επαρχίας αλλά και όλα τα μέλη των μικρών τοπικών κοινωνιών τις αναγνωρίζουν, τις αποδέχονται και τις περιμένουν προκειμένου να ολοκληρωθεί ένα κοινωνικό γεγονός.
Συγκεκριμένα φαγητά γεμίζουν και το εορταστικό τραπέζι των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και του Πάσχα αν και τα τελευταία χρόνια ξενικά εδέσματα τείνουν να εκτοπίσουν την Παραδοσιακή εορταστική κουζίνα κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα.

Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει σε κείνες τις μέρες του χρόνου που οι ορθόδοξοι χριστιανοί νηστεύουν και κάποιες τροφές αποκλείονται όπως το κρέας, το τυρί, τα αυγά ή και το λάδι. Οι νηστείες που συνιστά η Ορθόδοξη Εκκλησία φαίνεται ότι αποτελούν έναν άριστο οδηγό καλής διατροφής που προάγει την καλή υγεία. Μια σειρά από παραδοσιακές συνταγές δείχνουν πως τα ελληνικά νοικοκυριά γνωρίζουν ότι η ανάπτυξη επιτυγχάνεται με φυτική πρωτεΐνη εξίσου καλά όπως και με τη ζωική αρκεί να χρησιμοποιούνται ποικίλες πηγές φυτικής πρωτεΐνης όπως τα όσπρια , τα δημητριακά , το ψωμί ,το ρύζι κλπ.

Επειδή οι μαθητές διαμορφώνουν ακόμα αξίες, στάσεις, συμπεριφορές η ευαισθητοποίηση τους σε θέματα διατροφής έχει ως στόχο να επηρεάσει τις διατροφικές τους συνήθειες και να καλλιεργήσει ικανότητες για τη διεκδίκηση του δικαιώματος της υγείας. Καθώς σήμερα οι κίνδυνοι πίσω από τις διατροφικές επιλογές είναι πολλοί, σκοπός κάθε προγράμματος αγωγής υγείας είναι να αποτελέσει τον οδηγό στην κατεύθυνση της υγιεινής ζωής και να βοηθήσει τα παιδιά να ενημερωθούν για τις καλές ή κακές επιλογές τους.

Μεσογειακή Διατροφή

Μεσογειακή διατροφή είναι όρος που επινοήθηκε από τον φυσιολόγο Άνσελ Κις για να περιγράψει το μοντέλο διατροφής, το οποίο ακολούθησαν οι λαοί των μεσογειακών χωρών που συμπεριλαμβανόταν στην μελέτη των Επτά Χωρών (Ιταλία, Ελλάδα, Γιουγκοσλαβία κ.α). Στη Διεθνή διάσκεψη για τις Μεσογειακές Διατροφές το 1993 αποφασίστηκε τι θα θεωρείται υγιεινή, παραδοσιακή Μεσογειακή Διατροφή και το 1995 μια ομάδα επιστημόνων του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ δημιούργησε την «Πυραμίδα της Μεσογειακής Διατροφής».

Τα χαρακτηριστικά της παραδοσιακής Μεσογειακής Διατροφής:

•  Άφθονες φυτικές ίνες (φρούτα, λαχανικά, ψωμί, δημητριακά, πατάτες, όσπρια, καρποί)

•  Ελάχιστα επεξεργασμένα προϊόντα

•  Γαλακτοκομικά προϊόντα(κυρίως τυρί και γιαούρτι), καθημερινά σε μικρές έως μέτριες ποσότητες.

•  Ψάρια και πουλερικά, σε μικρές έως μέτριες ποσότητες.

•  Κόκκινο κρέας, σε μικρές ποσότητες

•  Ελαιόλαδο ως κύρια πηγή λιπαρών που περιέχουν μονοακόρεστα λιπαρά οξέα.

Η συγκεκριμένη διατροφική σύνθεση της Μεσογειακής Διατροφής έχει ως αποτέλεσμα αφενός χαμηλή περιεκτικότητα σε κορεσμένα λιπαρά και χοληστερίνη και αφετέρου υψηλή περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες και ίνες. Η καθημερινή κατανάλωση ελαιόλαδου συνεπάγεται υψηλή περιεκτικότητα της δίαιτας σε μονοακόρεστα λιπαρά οξέα.

ΑΤΟΜΙΚΕΣ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΤΡΟΦΗ

• 1. ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΤΡΟΦΗ

Όσοι ασχολούνται με τα σπορ ξέρουν πόσο μεγάλη σημασία έχει γι αυτούς η διατροφή τόσο για να διατηρήσουν τη φόρμα τους όσο και για να εξελιχθούν στον τομέα τους.

Γι αυτό λοιπόν υπάρχουν και αυτοί οι κανόνες:

•  1. καθόλου κάπνισμα

•  2. καθόλου, ή ελάχιστο κρασί

•  3. ποτέ απεριτίφ, ουίσκι ή άλλα οινοπνευματώδη

•  4. καθόλου μαγειρεμένα λίπη

•  5. καθόλου, ή ελάχιστο έτοιμο φαγητό( fast food)

•  6. από αλλαντικά μόνο γαλοπούλα

•  7. όσο το δυνατόν λιγότερες κονσέρβες

•  8. όσο λιγότερο αλάτι

•  9. κατανάλωση αγνών τροφών

Αυτοί που ασχολούνται με τα σπορ αναπτύσσουν έντονη δραστηριότητα και έχουν επομένως μεγαλύτερες ανάγκες από το μέσο άνθρωπο. Γενικά ο αθλητής χρειάζεται περίπου 3.500 θερμίδες την ημέρα και οι αθλήτριες 3.000.Η ανάγκη του οργανισμού σε πρωτεΐνες είναι επίσης μεγαλύτερη: 200 έως 250 γραμμ. Κρέας ή ψάρι περισσότερο από 2/3 του λίτρου γάλα και 50 έως 100 γραμμ. τυρί ανταποκρίνονται στις ανάγκες των ατόμων που ασχολούνται με τον αθλητισμό.

• 2. ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΑΤΟΜΩΝ ΠΟΥ ΠΑΣΧΟΥΝ ΑΠΟ ΔΙΑΒΗΤΗ

Τα άτομα που πάσχουν από διαβήτη σαφώς και πρέπει να ακολουθούν μια διαφορετική διατροφή από τους υπόλοιπους ανθρώπους. Στόχοι διατροφικής αγωγής για όλα τα άτομα που πάσχουν από διαβήτη είναι η απόκτηση και διατήρηση μεταβολικών στόχων, η πρόληψη και η θεραπεία των χρονικών επιπλοκών του διαβήτη, η προαγωγή υγείας μέσω υγιεινών τροφικών επιλογών και αύξηση της φυσικής δραστηριότητας και ο προσδιορισμός ατομικών διατροφικών αναγκών λαμβάνοντας υπόψη προσωπικές, πολιτισμικές προτιμήσεις και τον τρόπο ζωής των διαβητικών ατόμων .

Οι στόχοι της διατροφικής αγωγής διαφοροποιούνται ανάλογα με την ομάδα ασθενών που ο ειδικός γιατρός απευθύνεται.

Έτσι:

•  1. Για τους νέους με διαβήτη τύπου 1, πρέπει να προάγεται η επαρκής πρόσληψη ενέργειας, για να εξασφαλισθεί έτσι η φυσιολογική ανάπτυξη τους, εντάσσοντας την λήψη ινσουλίνης στις διατροφικές τους συνήθειες αλλά και την φυσική τους δραστηριότητα.

•  2. Για τους νέους με διαβήτη τύπου 2, υιοθέτηση αλλαγών στις διατροφικές συνήθειες και τη φυσική δραστηριότητα ώστε να μειωθεί η αντίσταση στην ινσουλίνη και να προαχθεί η καλή μεταβολική ρύθμιση.

•  3. Για τις έγκυες γυναίκες ή της γυναίκες που θηλάζουν θα πρέπει να προάγεται λήψη επαρκούς ενέργειας και θρεπτικών συστατικών που απαιτούνται για τις περιπτώσεις αυτές.

•  4. Για τους ενήλικες πρέπει να προάγεται κάλυψη των διατροφικών και φυσιολογικών αναγκών τους κατά περίπτωση.

•  5. Άτομα που πάσχουν από διαβήτη καλό θα είναι να καταναλώνουν 25 - 30 gr φυτικών ινών την ημέρα. Από μικρό αριθμό ερευνών έχει αποδειχτεί ότι άτομα που καταναλώνουν την παραπάνω ποσότητα φυτικών ινών έχουν καλύτερο μεταβολικό έλεγχο και τα επίπεδα γλυκόζης διατηρούνται σταθερά για μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα.

•  6. Τα άτομα που πάσχουν από διαβήτη θα πρέπει να καταναλώνουν με μέτρο αλκοόλ και σε ποσότητα που δεν θα ξεπερνά το ένα ποτό την ημέρα για τις γυναίκες και τα δύο ποτά την ημέρα για τους άνδρες .

•  7. Η λήψη συμπληρωμάτων βιταμινών και ιχνοστοιχείων θα πρέπει να γίνετε όταν απαιτείται σε ειδικές περιπτώσεις ( αυξημένων αναγκών ή αυξημένων απωλειών αυτών των θρεπτικών συστατικών ) και από τη καθοδήγηση των ειδικών. Δεν υπάρχουν επαρκή ερευνητικά δεδομένα για τη ενεργητική δράση τους σε άτομα που πάσχουν από διαβήτη.

Συνοψίζοντας όλα τα παραπάνω, συμπεραίνουμε ότι βασικό στοιχείο μιας αποτελεσματικής θεραπείας του διαβήτη είναι η αλλαγή του τρόπου ζωής των διαβητικών ατόμων, ακολουθώντας ένα υγιεινό και ισορροπημένο διαιτολόγιο σε συνδυασμό με την αυξημένη φυσική δραστηριότητα.

• 3. ΥΠΕΡΤΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΤΡΟΦΗ

Η σημασία της διατροφής, είναι σημαντική στον βαθμό που είναι βαρύνουσα για τον έλεγχο κάθε ασθένειας. Η υπέρταση δεν αποτελεί εξαίρεση. Βασικός παράγοντας για σταθερή , αρτηριακή πίεση αποτελεί η διατροφή. Γι αυτό και οι υπερτασικοί πρέπει να ακολουθούν ένα πλαίσιο διατροφής που να επικεντρώνεται στην απόκτηση κάποιων βασικών συνηθειών:

•  1. Μείωση κατανάλωσης αλατιού
•  2. Αποφυγή έτοιμων αλμυρών τροφίμων ( κονσέρβες,fast food, κύβοι μυρωδικών, σνακ)
•  3. Αποφυγή κατανάλωσης αλκοολούχων ποτών
•  4. Αποφυγή αλλαντικών , λουκάνικων , παστών κρεάτων και παστών ψαριών
•  5. Αποφυγή επεξεργασμένων τυριών , τετηγμένα τυριά , αλμυρά τυριά
•  6. Μείωση κατανάλωσης αλατισμένης μαργαρίνης , βουτύρου κλπ.
•  7. Αύξηση κατανάλωσης τροφών πλουσίων σε κάλιο και φτωχών σε νάτριο ( πορτοκάλια, δαμάσκηνα, σύκα, μπανάνα, πατάτα βραστή, λάχανο, μαρούλι)

Επίσης οι παρακάτω τροφές πρέπει να αποτελούν τη βασική διατροφή ενός υπερτασικού:

•  1. φρέσκα φρούτα και λαχανικά
•  2. φυσικοί χυμοί
•  3. αποβουτυρωμένο γάλα
•  4. πατάτες βραστές ψητές, ρύζι, μακαρόνια (ανάλατα)
•  5. όσπρια
•  6. ελαιόλαδο και ανάλατες ελιές
•  7. άπαχα κρέατα
•  8. ψάρια
•  9. ψωμί και προϊόντα ολικής άλεσης

Κλινικές μελέτες έδειξαν ότι ακολουθώντας έναν υγιεινό τρόπο διατροφής και μειωμένη ποσότητα αλατιού μειώνεται ο κίνδυνος εκδήλωσης υπέρτασης και μειώνονται οι τιμές της αρτηριακής πίεσης που ήδη είναι αυξημένες.
Συνοψίζοντας στις όλες παραπάνω κατηγορίες ατόμων σημαντικός παράγοντας είτε για βελτίωση είτε για αποφυγή και καταπολέμηση ασθενειών παίζει η διατροφή.

Δείτε επίσης: Διατροφή - Μύθοι και αλήθειες

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια